Πολιτική οραμάτων ή διαχείριση της πολίτικης;

Η οικονομική κρίση που μαστίζει τη χώρα και επηρεάζει με διάφορους τρόπους τους Δήμους (ελλιπής κρατική χρηματοδότηση, κατάργηση πόρων, δυσκολία είσπραξης των τακτικών εσόδων κ.α.) μας βάζει όλους σε θέση μάχης και μας υποχρεώνει να δώσουμε απάντηση σε θεμελιώδη ερωτήματα της πολιτικής.
Μπορεί μέχρι τώρα να υπεκφεύγαμε και να καλυπτόμασταν πίσω από την καθημερινότητα, την ανάγκη της άμεσης δράσης, τις παρεμβάσεις σε επίπεδο προσωπικής αντιμετώπισης των ζητημάτων. Πράγματα που είναι βέβαια αναγκαία, μερικές φορές όμως σκοτίζουν την κρίση και εμποδίζουν τον στοχασμό. Υποβιβάζουν την πολιτική σε απλή διαχείριση, σε ένα σκέτο τεχνοκρατικό χειρισμό. Το πώς θα τα βγάλουμε πέρα τείνει να γίνει κυρίαρχο ζήτημα. Έτσι, η μικροπολιτική τείνει να υποκαταστήσει την μακροπολιτική.
Πού πήγαν άραγε οι στόχοι και οι φιλοδοξίες;
Η συνειδητοποίηση αυτής της σταδιακής μετάλλαξης μας υποχρεώνει να (ξανα) θυμηθούμε ποιοι είμαστε και προς τα πού μας όρισε ο λαός να οδηγήσουμε τον τόπο.
Τον Οκτώβριο του 2006 έγιναν εκλογές. Οι Καβαλιώτες (και όχι η συνέλευση των μετόχων μιας εταιρίας) ψήφισαν και εξέλεξαν δήμαρχο (και όχι τον Διευθύνοντα Σύμβουλο). Ο στόχος μιας δημοτικής αρχής είναι να βελτιωθεί η ζωή της πόλης σε όλα τα επίπεδα κι αυτό να ωφελήσει το σύνολο των πολιτών. Αντίθετα, οι ενέργειες ενός τεχνοκράτη Διευθύνοντα Συμβούλου μπορεί μεν να οδηγήσουν την εταιρία σε κερδοφορία και ν’ αυξήσουν την τιμή της μετοχής της όμως αυτό θα οφείλεται στη δυστυχία εκατοντάδων μισθωτών της που απολύθηκαν. Η οικονομική φρίκη που μετατρέπει τον άνθρωπο σε αριθμό, στατιστικό μοντέλο, αναλώσιμο είδος, δεν μπορεί να αφορά την Τοπική Αυτοδιοίκηση.
Αν παρακινούμασταν αποκλειστικά από το σύγχρονο επιχειρηματικό μάνατζμεντ, θα έπρεπε να συμπεριφερθούμε ανάλογα. Ν’ απολύσουμε προσωπικό, να μειώσουμε τους μισθούς, να κόψουμε τις δαπάνες που δεν σχετίζονται με τον σκληρό πυρήνα των αρμοδιοτήτων των Δήμων, όπως είναι τα επιδόματα κοινωνικής πρόνοιας, οι επιχορηγήσεις για τον πολιτισμό, οι ενισχύσεις στα σωματεία.
Είναι πολύ εύκολο σήμερα να αποδείξει κάποιος ότι για τη ΔΕΥΑΚ φτάνουν και περισσεύουν 50 – 60 μισθωτοί. Η ιδιωτική επιχείρηση θα προχωρούσε αμέσως σε εκκαθαρίσεις. Η δημόσια ποτέ. Κι αυτό γιατί οφείλει να αναλογιστεί τη δυστυχία που θα σκορπίσει στην πόλη, την επιβράδυνση στην ανάπτυξη, τις γενικές αρνητικές συνέπειες στην οικονομία του συνόλου και στην κοινωνική συνοχή. Έτσι, μέχρι ένα όριο που η υπέρβασή του δηλώνει κακοδιαχείριση, σπατάλη, πολιτική εκμετάλλευση και διαφθορά, η δημόσια επιχείρηση διαφέρει κατά πολύ από την ιδιωτική.
Άλλος πάλι θα μπορούσε να μας πείσει με αριθμούς, νόμους και λογικά ή λογιστικά επιχειρήματα πως οι Παιδικοί Σταθμοί μιας πόλης με τον πληθυσμό και τη γεωγραφία της Καβάλας δεν χρειάζεται να είναι πάνω από τρεις και ότι τα παιδιά που φιλοξενούνται σ’ αυτούς δεν πρέπει να ξεπερνάνε τα τετρακόσια, αφού τόσα ίσως καλύπτει η κρατική χρηματοδότηση. Γιατί τάχα όσοι δεν έχουν παιδιά ή τα παιδιά τους μεγάλωσαν πια να πληρώνουν τον πλεονάζοντα αριθμό; Μια μείωση, εξάλλου, του αριθμού των παιδιών θα αποδέσμευε πολύτιμα κεφάλαια για την ανάπτυξη της πόλης, ίσως και πάνω από ένα εκατομμύριο ευρώ, μας λένε κάποιοι.
Η επιχειρηματολογία αυτή δεν λαμβάνει καθόλου υπόψη τον κοινωνικό χαρακτήρα της τοπικής αυτοδιοίκησης. Η πόλη δεν είναι επιχείρηση και η «μετοχή» της δυναμώνει και αποκτά μεγαλύτερη αξία όταν δίνει εισόδημα και φωνή στους ανθρώπους της, όταν διαρρηγνύει τους θύλακες φτώχειας και διαχέει την ευημερία σε όλο τον πληθυσμό, όταν παρακινεί και τους μη προνομιούχους να συμμετάσχουν στη ζωή της. Όταν τους δίνει φωνή και έκφραση.
Πού θα καταντήσει η Καβάλα όταν οι κάτοικοί της πάψουν να αποτελούν μια βιώσιμη δυναμική κοινότητα ανθρώπων με ελπίδες, επιθυμίες, φιλοδοξίες; Μια δημοτική αρχή άξια της λαϊκής εντολής της, επιστρατεύοντας τις αρχές της σύγχρονης διοικητικής επιστήμης και σεβόμενη απεριόριστα το δημόσιο χρήμα, λειτουργεί μέσα στην κοινωνία εκτιμώντας τις ανάγκες της, προλαβαίνοντας τις νέες, προλειαίνοντας το έδαφος για καινούργιες αντιλήψεις, νοοτροπίες, συμπεριφορές. Υπηρετεί τον λαό αναδεικνύοντας και προστατεύοντας το γενικό συμφέρον.
Ας το ξεκαθαρίσουμε επιτέλους. Σε όλους τους τομείς, όπου η Τοπική Αυτοδιοίκηση έχει αρμοδιότητα, οι Δήμοι πρέπει ν’ ασκήσουν επεκτατική πολιτική. Ν’ ανοίξουν τη βεντάλια των παροχών στον πολιτισμό, τον αθλητισμό, στις προνοιακές δομές. Να κάνουν έργα μικρής και μεγάλης κλίμακας στο κέντρο και την περιφέρεια. Να τολμήσουν τον πολεοδομικό σχεδιασμό και να επιδιώξουν την αειφόρο ανάπτυξη. Να αξιοποιήσουν κάθε ευκαιρία για να δημιουργηθούν κέρδη αποτελεσματικότητας, δηλαδή περισσότερο και καλύτερο αποτέλεσμα με τη μικρότερη δαπάνη.
Σήμερα, για παράδειγμα, και για την επόμενη δεκαετία (θυμηθείτε με πόσο γρήγορο … σημειωτόν προχωράει το Σχέδιο του Περιγαλίου) στο σχέδιο πόλης της Καβάλας δεν προβλέπεται πουθενά χώρος για την ανέγερση συνεδριακού και συναυλιακού κέντρου. Αλλά και δεν χρηματοδοτείται πλέον από ευρωπαϊκά προγράμματα η πανάκριβη κατασκευή του. Ας όψεται η προηγούμενη δημοτική αρχή που έχασε την ευκαιρία επιβαρύνοντας τον Δήμο και με ένα τεράστιο χρέος. Εντούτοις, όλες οι παρατάξεις στα προεκλογικά τους προγράμματα συνέκλιναν στον κοινό στόχο της δημιουργίας νέων χώρων πολιτισμού και ιδίως αίθουσας συνεδριακού χαρακτήρα, συναυλιών, θεατρικών παραστάσεων και πολιτιστικών εκδηλώσεων. Αν όμως μας παρουσιαστεί μια ευκαιρία, θα την αφήσουμε είτε επειδή πρέπει να είμαστε γενικώς οικονόμοι ακόμη και σε βαθμό ασφυξίας, είτε επειδή προφανώς δεν αγγίζει το τέλειο; Μπροστά σε παρόμοια διλήμματα δοκιμάζονται η διοικητική μας επινοητικότητα, η οικονομική μας προνοητικότητα και, παράλληλα, η πολιτική μας αρετή. Μπορούμε να υπηρετήσουμε τους προγραμματικούς μας στόχους, αυτούς που κρίθηκαν από το εκλογικό σώμα, σθεναρά, με πίστη και αισιοδοξία ότι έχουμε τη δύναμη να τα καταφέρουμε; Αν δεν το πιστεύουμε, καλύτερα να πάμε από τώρα στα σπίτια μας.

Σχόλια