ΑΛΛΑΖΟΥΜΕ Η ΒΟΥΛΙΑΖΟΥΜΕ ……

«Πριν από 15 χρόνια, όταν πρωτοήρθα για δουλειά στο Βέλγιο, όλες οι πόρτες άνοιγαν μόλις δήλωνα πως είμαι Έλληνας. Σήμερα, η κατάσταση γύρισε ανάποδα. Όλοι μου φαίνονται κουμπωμένοι κι επιφυλακτικοί όταν μαθαίνουν τι είμαι».

Ο συνομιλητής μου είναι σαφής. Περισσότερο δεν γίνεται. Πίνουμε καφέ στο γραφείο του, στην πλατεία Λουξεμβούργου των Βρυξελλών, μπροστά από το μπλοκ των κτιρίων του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου. Πρόκειται για ένα από τα κεντρικότερα και συμβολικότερα σημεία σ’ ολόκληρη τη γηραιά μας ήπειρο – σημάδι επαγγελματικής επιτυχίας.

Όμως το μέλλον είναι αβέβαιο. Η κρίση μαστίζει όλη την Ευρωπαϊκή Ένωση. Τα γραφεία ευρωσυμβούλων κλείνουν το ένα μετά το άλλο. Τα προγράμματα λιγοστεύουν ή γίνονται πιο ουσιαστικά.

Ή, απλώς, έχει φουντώσει ο ανταγωνισμός μεταξύ των πόλεων και των κρατών.

Συνεχίζει ο συνομιλητής μου, «σήμερα, περισσότερο από κάθε άλλη φορά, είμαστε υποχρεωμένοι να λειτουργήσουμε συλλογικά, μεθοδικά, ομαδικά. Τα καταφερτζίδικα κόλπα έχουν λήξει προ πολλού. Έχουμε πόλεμο. Πότε θα το καταλάβουμε επιτέλους;»

Δύο δεκαετίες χρηματοδοτήσεων και κοινοτικών πλαισίων πέρασαν. Η χώρα μας ωφελήθηκε, δεν υπάρχει αμφιβολία. Όμως η σύγκλιση δεν επιτεύχθηκε. Παραμένει όνειρο απατηλό. Και η απόσταση μεγαλώνει. Αυτοί που ήταν καλύτεροι από εμάς γίνονται ακόμη πιο καλοί. Οι χειρότεροι μας έφτασαν, αν δεν μας προσπέρασαν κιόλας. Πατώσαμε και δεν λέμε να το καταλάβουμε.

Σύμφωνα με τον συνομιλητή μου δεν υπάρχει πια κανένα γραφείο στην πρωτεύουσα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, που να εξυπηρετεί ελληνικά συμφέροντα. Κάποιες Περιφέρειες, ανάμεσά τους και η δική μας, είχαν γραφεία, με προσωπικό, μισθούς, διευθυντές. «Αλλά τα αποτελέσματα ήταν μηδαμινά», συνεχίζει απτόητος. «Ή, ακόμη χειρότερα, ήταν αρνητικά. Δεν μπορείς να παλέψεις μέσα στην Κομισιόν με δημοσιοϋπαλληλική νοοτροπία. Και δεν αναφέρομαι μόνο στην ευθύνη των στελεχών. Περισσότερο εννοώ το δημόσιο λογιστικό με τον περιβόητο έλεγχο των δαπανών από το Ελεγκτικό Συνέδριο».

Πραγματικά, αυτό που στις μέρες μας είναι πράξη ευθύνης και διαφάνειας, απαραίτητη ύστερα από το όργιο σπατάλης των προηγούμενων κυβερνήσεων και όλης της κοινωνίας, δεν μπορεί να εφαρμοστεί παντού. Δεν μπορείς να έχεις δυναμική συμμετοχή στο ευρωπαϊκό γίγνεσθαι με απαγορεύσεις, περιορισμούς, οικονομική και λογιστική γραφειοκρατία. Κι αν ο Ελεγκτής Νομιμότητας έχει κάποιο λόγο στο εσωτερικό πεδίο, τι θα μπορέσει να πει για τις διεθνείς σχέσεις ενός Δήμου ή μιας Περιφέρειας; Για την αργή οικοδόμηση σχέσεων εμπιστοσύνης με την κοινοτική γραφειοκρατία; Για τη μακροπρόθεσμη επένδυση που συνιστά το ενεργό lobbying, ώστε να μη περιμένουμε τα προγράμματα ως φτωχοί συγγενείς αλλά να τα συνδιαμορφώνουμε σύμφωνα με τις ανάγκες και τις προτεραιότητές μας;

Αυτά κάνουν τώρα όλοι οι άλλοι. Όχι όμως εμείς. Στο όνομα της νομιμότητας διαπράττουμε το έγκλημα να απομονώνουμε τη χώρα, να την απομακρύνουμε από τους ευρωπαϊκούς θεσμούς, να την καθιστούμε ολοένα και πιο αναξιόπιστη, μίζερη, κακομοίρικη. Πριν μας διώξουν οι ξένοι βαριεστημένοι από τις ανακολουθίες, την αστοχασιά, την ασυδοσία αλλά και την υποκρισία της τυπικής νομιμότητας, κλειστήκαμε εμείς οι ίδιοι στο καβούκι της απόσυρσης, του κοινωνικού, εθνικού και θεσμικού αυτισμού.

«Μα θα μας διώξουν από την ΕΟΚ;», μπορεί κανείς εύλογα να αναρωτηθεί. Όχι βέβαια, είναι η απάντηση, που δεν πρέπει όμως ούτε να μας ανακουφίσει ούτε να μας καθησυχάσει. Υπάρχουν και άλλοι τρόποι να μας αντιμετωπίσουν χωρίς να διαταράξουν τους ευρωπαϊκούς θεσμούς και τη δική μας μακαριότητα. Ήδη αυτό συμβαίνει. Δεν μας ρωτάνε, δεν μας σέβονται, δεν ζητούν τη συνεργασία μας. «Αρκεί κανείς να δει σε πόσα νέα προγράμματα είναι επικεφαλής κάποιος ελληνικός φορέας, ΟΤΑ, Περιφέρεια, ΑΕΙ, ΤΕΙ ή οτιδήποτε άλλο. Ή να δει πού συμμετέχουν συμπληρωματικά οι παραπάνω φορείς – πόσοι και ποιοι. Οι αριθμοί είναι απογοητευτικοί», επισημαίνει ο συνομιλητής μου.

Κατά την άποψή του πρέπει να εκπονηθεί τάχιστα ένα εθνικό πλαίσιο στρατηγικής που θα θέτει στόχους σε τοπικό, περιφερειακό και κρατικό επίπεδο. Για την υποστήριξή του δεν αρκούν τα σημερινά νομικά και οικονομικά εργαλεία, που θα πρέπει να αναμορφωθούν. «Χρειάζεται ν’ αλλάξουμε μυαλά» τονίζει συνεχώς. «Κανένας νόμος δεν διασφαλίζει την ηθική ακεραιότητα του συστήματος και των εκπροσώπων του. Αντίθετα, οι ηθικά ακέραιοι δεν χρειάζονται τους νόμους».

Ωραία λοιπόν! Η πολιτική θα υποκατασταθεί από την ηθική; «Όχι βέβαια! Όμως άλλο να προσπαθείς να διασφαλίσεις τη διαφάνεια και τη χρηστή διοίκηση κι άλλο να μπλοκάρεις τα πάντα με την άκαμπτη προσήλωση που δεν έχει καμιά σχέση με την πραγματικότητα, ιδίως την ευρωπαϊκή».

Έχουμε και λέμε λοιπόν. Όσοι κρατικοί ή αυτοδιοικητικοί φορείς είχανε γραφεία στις Βρυξέλλες, τα έκλεισαν. Οι προσλήψεις έπρεπε να γίνουν με ΑΣΕΠ, δεν μπορούσε να εφαρμοστεί το κριτήριο της αποτελεσματικότητας στην εργασία των στελεχών, οι δείκτες ποιότητας απαγορεύονταν όπως και η δυναμική αξιολόγησή τους. Έτσι, τα στελέχη απλώς κάθονταν στα γραφεία τους και περίμεναν να τους θυμηθούν οι ξένοι για καμιά συνεργασία. Οι δαπάνες άρχισαν να μην εγκρίνονται από το Ελεγκτικό Συνέδριο, άλλοτε γιατί η λειτουργία γραφείου ενημέρωσης στις Βρυξέλλες δεν ανάγεται στη λειτουργία των ΟΤΑ και δεν ανήκει στις αρμοδιότητές τους, άλλοτε γιατί ο Δήμος πρέπει να έχει έναν αποκλειστικά προμηθευτή π.χ. στο πετρέλαιο θέρμανσης ή στη γραφική ύλη (φαντάζεστε να στέλνουμε Α4, μελάνι και στυλό από την Καβάλα στις Βρυξέλλες;) – οι λόγοι μπορούν να είναι άπειροι, αρκεί ο Ελεγκτής να είναι επινοητικός και να θυσιάζει την ασφάλεια δικαίου μπροστά στον δημοσιονομικό δογματισμό.

Επειδή το Υπουργείο Εσωτερικών αντιλήφθηκε πως ο έλεγχος των αυθαιρετούντων δημάρχων είναι δύσκολος, απαγόρευσε την ίδρυση από τους Δήμους ή τη συμμετοχή σε αστικές μη κερδοσκοπικές εταιρίες (νόμος Παυλόπουλου), σε ανώνυμες εταιρίες ή σε άλλα νομικά πρόσωπα ιδιωτικού δικαίου (νόμος Ραγκούση). Εδώ έχουμε την αντίφαση, ενώ ο νόμος του Καλλικράτη έγινε μεταξύ άλλων για να ελεγχθεί η ασυδοσία των δημάρχων, στο τέλος απαγορεύεται στους Δήμους κάθε ανοιχτή δραστηριότητα – η εγχείρηση φαίνεται να πετυχαίνει και ο ασθενής να πεθαίνει.

Η τιμωρία ξεπερνάει κατά πολύ το άμεσο πλήγμα σε βάρος των τοπικών κοινωνιών και θυματοποιεί ολόκληρη την ελληνική κοινωνία, που βλέπει τις ευκαιρίες να χάνονται ακόμη μια φορά.

«Η Ευρώπη ετοιμάζει το νέο πλαίσιο 2013 – 2020», μου θυμίζει ο συνομιλητής μου. «Ποια είναι η θέση της Ελληνικής Κυβέρνησης; Τι λέει η κάθε Περιφέρεια; Οι ΟΤΑ θα λάβουν μέρος στην προετοιμασία και τη διαμόρφωση της τελευταίας ίσως χρηματοδότησης της χώρας μας;».

Δεν έχει άδικο. Από παντού στην Ευρωπαϊκή Ένωση πληθαίνουν οι φωνές για την κατασπατάληση των κοινοτικών πόρων στον Ευρωπαϊκό Νότο, ιδίως στην Ελλάδα. Οι τελευταίες τάσεις είναι να καταργηθεί ο περιορισμός του 75 % του Μέσου Όρου του Κοινοτικού ΑΕΠ προκειμένου να χρηματοδοτηθεί μια Περιφέρεια. Αν χρηματοδοτούνται μόνον οι φτωχές χώρες, τότε οι πλούσιες θα πάψουν να ενδιαφέρονται και να πληρώνουν τη δαπάνη. «Αυτό βέβαια σημαίνει πως ο ανταγωνισμός σκληραίνει, νέοι παίκτες πολύ καλά προετοιμασμένοι θα διεκδικούν τα κονδύλια, που κι αυτά σταδιακά θα λιγοστεύουν».

Με την οικονομική κρίση να εξαπλώνεται σε όλη την Ευρώπη, οι περιοριστικές πολιτικές γίνονται πλέον καθεστώς. Ακόμη και στις πλούσιες περιοχές του Βορρά υπάρχουν θύλακοι φτώχειας. Στην ισχυρή Γερμανία οι μισθοί είναι καθηλωμένοι στα ίδια επίπεδα την τελευταία δεκαετία, διευρύνονται οι κανόνες ελαστικής εργασίας και καταργούνται κεκτημένα δικαιώματα. «Οι πλούσιοι ισχυρίζονται, και όχι άδικα ίσως, ότι ένα ευρώ που επενδύεται στην περιοχή τους αποδίδει περισσότερο παρά αν επενδυόταν σε μια διεφθαρμένη χώρα του Νότου». Τι απομένει λοιπόν; Στο πλαίσιο μιας ελάχιστης αναδιανεμητικής πολιτικής και στο όνομα της ευρωπαϊκής αλληλεγγύης, αυτοί να έχουν την ανάπτυξη και σε μας να δίνουν ένα ξεροκόμματο κοινωνικής πολιτικής (προγράμματα κατάρτισης ή κοινωφελούς εργασίας ή επιδοτήσεως της ανεργίας κ.α.).

Αυτός ο καφές που πίναμε ήταν πολύ πικρός πράγματι. Υπάρχει ελπίδα; «Ναι αλλά όσο λιγοστεύει ο καιρός, τόσο περιορίζονται οι ευκαιρίες και χάνεται η ελπίδα», τελειώνει τη συζήτηση ο συνομιλητής μου.

Σχόλια